- ευεπής
- εὐεπής, -ές (ΑΜ)ο ευφράδης, ο εύγλωττοςαρχ.1. ο μελωδικός, ο εύφωνος («εὐεπὴς φωνή», Ξεν.)2. αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, που εμπνέει ευγλωττία («εὐεπές ὕδωρ»)3. ο εκφρασμένος καλά («οὐδένα γὰρ λόγον εὐεπέα λέγεις Λακεδαιμονίοισι», Ηρόδ.).επίρρ...εὐεπῶς(για λόγο) με αρμονία, με ρυθμό («κῶλα εὐεπώς συγκείμενα», Διον. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έπος «λόγος»].
Dictionary of Greek. 2013.